- παναμείλικτος,
- παν-α-μείλικτος, u. παν-α-μείλιχος, ganz unmild, gar nicht zu besänftigen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παναμείλικτος — παναμείλικτος, ον (Α) εντελώς αμείλικτος, ολωσδιόλου αδυσώπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείλικτος] … Dictionary of Greek
παναμειλίκτοιο — παναμείλικτος all implacable masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)